- ναυπηγικῶν
- ναυπηγικόςfor shipbuildingfem gen plναυπηγικόςfor shipbuildingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρμστρονγκ, Γουίλιαμ Τζορτζ — (William George Armstrong,Νιούκασλ ον Τάιν 1810 – Ρόθμπουρι 1900). Άγγλος μηχανικός και εφευρέτης. Αφοσιώθηκε με πάθος στην έρευνα της φυσικής, επινόησε πολυάριθμες μηχανικές εφαρμογές και συνέβαλε πολύ στην τελειοποίηση των μεθόδων κατασκευής… … Dictionary of Greek
Μπάφαλο — (Buffalo). Πόλη (292.648 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ιδρύθηκε το 1803 από τον Tζόζεφ Έλικοτ για λογαριασμό της Hοlland Land Company με το όνομα Νέο Άμστερνταμ. Κατά τον Αγγλοαμερικανικό πόλεμο καταστράφηκε και… … Dictionary of Greek
Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, Κάρολος Μάρκους — (Palmer, 1822 – 1907). Άγγλος ναυπηγός. Σπούδασε ναυπηγική στη Μασσαλία και εργάστηκε στο Νιούκαστλ ον Τάιν της Μεγάλης Βρετανίας, όπου ο πατέρας του διατηρούσε ναυπηγείο. Όταν έγινε διευθυντής στο ναυπηγείο, κατασκεύασε το πρώτο σιδερένιο… … Dictionary of Greek
Φούλτον, Ρόμπερτ — (Fulton, Φούλτον, πρώην Λιτλ Μπρίτεν 1765 – Νέα Υόρκη 1815). Αμερικανός τεχνικός και εφευρέτης, διάσημος για τις ευφυείς εφαρμογές του στον τομέα της μηχανικής, των ναυπηγικών κατασκευών, της ναυσιπλοΐας και της υδραυλικής. Αφού εγκατέλειψε τη… … Dictionary of Greek